- αγρεύσιμος
- -η, -ο (Μ ἀγρεύσιμος, -ος, -ον)αυτός που εύκολα αγρεύεται, συλλαμβάνεται, πιάνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρεύω + κατάλ. -σιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγρεύσιμος — η, ο εκείνος που εύκολα μπορεί να πιαστεί, να εξαπατηθεί, να παγιδευτεί: Από τις πρώτες κουβέντες κατάλαβε πως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν αγρεύσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρεύσιμον — ἀγρεύσιμος easy to catch masc acc sg ἀγρεύσιμος easy to catch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… … Dictionary of Greek
θηρεύσιμος — η, ο (Α θηρεύσιμος, ον) [θηρεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί ή αξίζει κάποιος να θηρεύσει, αγρεύσιμος 2. κατορθωτός … Dictionary of Greek